- φωτοσκιάζω
- Ν1. συνδυάζω αρμονικά τα ζωηρά και τα σκοτεινά χρώματα σε μια εικόνα2. συμπληρώνω εικόνα με φωτοσκίαση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + σκιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.